τσερβέλο

τσερβέλο
το, Ν
1. νους, μυαλό
2. κρίση, ευθυκρισία
3. φρ. α) «τού σήκωσε το τσερβέλο» — τόν παρέσυρε
β) «δεν κόβει το τσερβέλο του» — δεν είναι έξυπνος
γ) «τού τίναξε το τσερβέλο» — τού τίναξε τα μυαλά στον αέρα, τόν σκότωσε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cervello].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσερβέλο — το (λ. ιταλ.), εγκέφαλος, νους, μυαλό: Είναι έξυπνος, κόβει το τσερβέλο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”